λαρός

λαρός
λαρός, -όν (Α)
ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ.
β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το -ω- τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το -α- τού τ. θα πρέπει στην αρχική του μορφή να ήταν βραχύ και ότι το μακρό -α- τού λᾶρός έχει προέλθει από συναίρεση. Το γεγονός ότι στον Όμηρο το μακρό αυτό -α- βρίσκεται πάντοτε σε χρόνο ασθενή επιτρέπει να αναλυθεί σε δύο βραχέα και ο τ. να αναχθεί σε *λă(F)αρός ή *λă(F)ερός. Με αυτήν τη μορφή πλέον ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *lāu- και συνδέεται με τους τ. απολαύω, λεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάρος — sea mew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο …   Dictionary of Greek

  • λάρε — λάρος sea mew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροις — λάρος sea mew masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρον — λάρος sea mew masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρου — λάρος sea mew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρους — λάρος sea mew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”