λάρος — sea mew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek
λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο … Dictionary of Greek
λάρε — λάρος sea mew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροις — λάρος sea mew masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρον — λάρος sea mew masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρου — λάρος sea mew masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρους — λάρος sea mew masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)